- ἐναποτίκτω
- ἐναπο-τίκτω,A produce in,
γνώμην τινί Procop.Gaz.Ep.31
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γνώμην τινί Procop.Gaz.Ep.31
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναποτίκτω — ἐναποτίκτω (AM) 1. γεννώ μέσα σε κάτι, γεννώ, παράγω 2. μτφ. επινοώ … Dictionary of Greek